συμφωνόληκτος

συμφωνόληκτος
-η, -ο, Ν
(συν. το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συμφωνόληκτα
γραμμ. τα ονόματα και τα ρήματα στα οποία το τελευταίο γράμμα τού θέματος, ο χαρακτήρας, είναι σύμφωνο, λ.χ. φύλακ-ος, από ονομ. φύλαξ, και φέρ-ω, γράφ-ω κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμφωνο + -ληκτος (< λήγω), πρβλ. φωνηεντό-ληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δ. Ι. Μαυροφρύδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμφωνόληκτος — η, ο (γραμμ.), αυτός που το θέμα του λήγει σε σύμφωνο: Το ρήμα «γράφω» είναι συμφωνόληκτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”